-
1 πίων
A fat, in Hom. of beasts,πίονος αἰγός Il.9.207
;ὗν.. μάλα πίονα Od.14.419
;π. μῆλα Il.12.319
, etc.;μῆλα πίονα δημῷ Od.9.464
;βοῦν πίονα δημῷ Il.23.750
, cf. 2.403;πίονα μηρία καῖε βοός 11.773
; νῶτα βοὸς π. Od.4.65; π. δημός rich fat, Il.22.501; ἔγκατα πίονι (fort. πίονα) ; of oil, Hdt.2.94;λύχνου π. ἔαρ Call.Fr. 201
;ὀπώρας ποτός S.Tr. 703
; ; ;πίονα μαζὸν αἰγός Call.Jov.48
;π. καὶ μαλακῷ.. διανήματι Pl.Plt. 309b
.II metaph., of soil, rich, ἀγρός, δῆμος, etc., Il.23.832, 16.437, etc.; πίονα ἔργα rich crops, 12.283;τέμενος Pi.P.4.56
.2 of persons and places, wealthy, abounding, οἶκος, νηός, Od.9.35, Il.2.549;ἄδυτον 5.512
;πίονας πλούτου πνοάς A.Ag. 820
; πίονι μέτρῳ in plenteous measure, Theoc.7.33, etc.; abundant, κλαυθμὸς π. LXX Ge.46.29 ; ἐν καταφορᾷ πίονι in a state of deep lethargy, Herod.Med. in Rh.Mus.58.79 (sed πλείονι ib.72) ; τὸ πῖον, v. λιπαρός 1.2.III [comp] Comp. πῑότερος, as if from πῖος (q. v.), h.Ap.48, Arist.HA 596a18, Thphr.CP2.4.5 : [comp] Sup.,πιότατον πεδίον Il. 9.577
, cf. Hes.Op. 585, Hp.Carn.4, Arist.HA 600a31. Adv.,πιοτέρως διαιτᾶν Hp.Aph.1.10
. (Cf. Skt. p[imacracute]van-, fem. p[imacracute]varī 'fat', 'rich'.)
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский